μισόπολις

μισόπολις
μῑσόπολις , μισόπολις
hating the commonwealth
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μισόπολις — μισόπολις, εως, ό, ἡ (Α) αυτός που μισεί την πόλη, την πολιτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πόλις (πρβλ. φιλό πολις)] …   Dictionary of Greek

  • μισοπολίτης — μισοπολίτης, ὁ (Α) [μισόπολις] αυτός που μισεί τους πολίτες, την κοινωνία …   Dictionary of Greek

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • μισόπολιν — μῑσόπολιν , μισόπολις hating the commonwealth masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”